εκκαθαρίζω — και ξεκαθαρίζω (AM ἐκκαθαρίζω) νεοελλ. 1. απαλλάσσω κάτι απ ό,τι περιττό ή άχρηστο 2. (για υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ.) απαλλάσσω από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν 3. (για υπόθεση) αποσαφηνίζω («το ζήτημα ξεκαθάρισε») 4. (για… … Dictionary of Greek
εκκαθαρίζω — ξεκαθαρίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκκαθαρίσει — ἐκκαθαρίζω aor subj act 3rd sg (epic) ἐκκαθαρίζω fut ind mid 2nd sg ἐκκαθαρίζω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαριεῖ — ἐκκαθαρίζω fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐκκαθαρίζω fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαρίζει — ἐκκαθαρίζω pres ind mp 2nd sg ἐκκαθαρίζω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαρίσαι — ἐκκαθαρίζω aor inf act ἐκκαθαρίσαῑ , ἐκκαθαρίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαριεῖς — ἐκκαθαρίζω fut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαριζομένους — ἐκκαθαρίζω pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαριοῦμεν — ἐκκαθαρίζω fut ind act 1st pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαρισθῆναι — ἐκκαθαρίζω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαθαριῶ — ἐκκαθαρίζω fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)